“Κι αν ήθελα να παγώσω τη στιγμή, θα το έκανα κι ύστερα θα την έσπαγα σε 10,616 κομμάτια για να’ χω τη δυνατότητα να τα βιώσω ξανά ένα ένα.”
είπε και άρχισε να ψάχνει για χαρτάκια πάνω που υποτίθεται είχε κόψει το ρημάδι το κάπνισμα, ενώ παράλληλα παρίστανε την αδιάφορη.
Ο φόβος.
Η έκθεση.
Πάντα εκεί, δίπλα της, να της κρατάνε το χέρι σε κάθε στιγμή και της φωνάζουν πως τίποτα δεν είναι σωστό αν δεν λάβουν μέρος. Δεν υπήρχε μουσική πια στο δωμάτιο και ξαφνικά οι τοίχοι στα μάτια της ήταν απογυμνωμένοι από κάθε είδους φωτογραφικό μνημείο.
Το μαυσωλείο είχε πια γκρεμιστεί.
Εκείνος καθόταν απλά και την άγγιζε. Για πρώτη φορά όχι πρόστυχα, μα πιο ερευνητικά. Μάθαινε τις γραμμές του ραγισμένου κορμιού της κι έψαχνε να βρει νόημα σε όλο αυτό το μπάχαλο, καθώς οι λέξεις δεν έφταναν κι όσες υπήρχαν, πνίγονταν σε μια προσπάθεια επεξήγησης που ποτέ δεν λάμβανε ύλη.
Τον κοιτούσε και προσπαθούσε να διαλέξει μια στάση πάνω στο θώρακά του. Μια στάση που θα της φαινόταν όμορφη κι αρκετά πράσινη για να κρατήσει όσα της είχαν μείνει. Οι εκφράσεις του ήταν στατικές. Τα μάτια του κοιτούσαν ψηλά και μύριζε τον αέρα μέσα στα μαλλιά του. Ήταν όσα ζητούσε. Υπήρχαν εκεί. Όλα. Αν τα ήθελε ήταν δικά της, μ’ ένα μόνο νεύμα της. Τα ήθελε όμως;
Ο φόβος.
Η έκθεση.
Πάντα εκεί, δίπλα της.
Πάντα εκεί, μέσα της.
Τα χέρια του αφέθηκαν. Έπεσαν αναίσθητα πάνω στο κρεβάτι και τα σεντόνια έγιναν το περίγραμμά τους.
Μία κόκκινη γραμμή.
Μια μπλε γραμμή.
Μία κίτρινη γραμμή.
Μία πράσινη γραμμή.
Μία πορτοκαλί γραμμή.
Μία γαλάζια γραμμή.
Μία ροζ γραμμή.
Μία μαύρη γραμμή.
Μπερδεμένες. Όλες μαζί. Κάπου οδηγούσαν όλες μαζί. Κοινός προορισμός. Εκεί που ποτέ δεν θέλησε να παραδεχτεί ότι ανήκει. Το ήξερε. Εκείνος το ήξερε. Είχε την θέληση και το ψυχικό σθένος να την μετακινήσει. Να πάρει την ύπαρξή της, να την βάλει σ’ ένα κουτί, να τη σφραγίσει καλά και να την μετακομίσει στην άλλη άκρη της υδρογείου. Θα άφηνε μόνο δυο, τρεις μικρές τρύπες για να μπορεί το οξυγόνο να βιάζει τους πνεύμονές της όταν υπήρχε κοινή θέληση. Τα χέρια του ήρθαν σε τέλεια αρμονία με το πρόσωπό του. Όμορφο θέαμα για να το χάσει κάποιος. Ο φωτισμός βοηθούσε άλλωστε στο να αναδειχθούν οι πρώτες του ρυτίδες και τα σχέδια που είχε χαράξει πάνω του η κάθε γυναίκα που είχε στη ζωή του. Σήκωσε τον δείκτη του και στόχευσε ένα άστρο κολλημένο στο ταβάνι του δωματίου, χρόνια ξεχασμένο από βλέμματα και εικόνες. Δεν φώτιζε πια. Δεν υπήρχε λόγος να φωτίζει πια. Άγγιξε τον αστράγαλό της και γέλασε. Δεν υπήρξε λόγος να ειπωθεί κάτι περισσότερο. Πέρασε αρκετή ώρα σιωπής.
“Δεν θα σου λέω πια «σ’ αγαπάω». Θα σου λέω «γλούτσου» γιατί το «σ’ αγαπάω» δεν χωράει μέσα του όσα νιώθω. Θα βρω καινούριο λεξιλόγιο γι’ αυτά που θέλω να σου πω. Δεν ξέρω αν το «γλούτσου» είναι ρηματικός τύπος, δε με νοιάζει. Εγώ αυτό θα λέω.”
Και ύστερα ακούστηκε θόρυβος.