20.4.10



Η αλήθεια είναι πως δεν θέλω να ξέρω τίποτα για το πώς ήταν.

Δεν με απασχολεί το πριν.
Δεν με νοιάζει το μετά.
Όχι, πραγματικά. Δεν με νοιάζει.
Είμαι εγώ, δεν σου θυμίζω τίποτα – και έτσι πρέπει.
Είμαι εγώ, δεν μοιάζω με τίποτα που έχεις ζήσει – και έτσι πρέπει.
Είμαι εγώ, είσαι δίπλα μου επειδή ΕΓΩ το θέλω κι όχι επειδή το σύμπαν είναι καλό μαζί σου.
Είμαι εγώ, σήμερα είμαι εδώ κι αύριο είμαι αλλού.
Μπορεί να μην είμαι αυτό που θες, αλλά είμαι αυτό που χρειάζεσαι.



12.4.10

I found Alice.




Να φύγεις,
Να κλείσεις την πόρτα πίσω σου,
Να φύγεις.
[ κι εκεί,εκεί που δεν το περίμενες ποτέ,είδες το φως που σου άρεσε.εκείνο το φουξιοκάτι, το όμορφο και κατάλαβες πως ο προορισμός σου δεν ήταν ποτέ στο τέλος του δρόμου που διάβαινες, μα στο τέλος του δρόμου που παράτησες επειδή δεν είχε φουξιοκάτι φως. ]
Να φύγεις ναι.
Και μόλις φτάσεις στα μισά να κάνεις ένα τσιγάρο και να φυσήξεις πίσω σου τον καπνό για να ξορκίσεις τ’ αφημένα και να μπορέσεις να συνεχίσεις χωρίς αυτά και να μην τα ξαναδείς και να μην σε κουράσουν και να μην τα έχεις ανάγκη και να μην σε κουράσουν και να μην τα ξαναδείς και να τα αφήσεις πίσω σου και να μην σε κουράσουν και να μην σε αγχώνουν και να βλέπεις άλλα χρώματα στον ουρανό και το μπλε να μην είναι μπλε, αλλά ΜΠΛΕ και ο αέρας να μην φυσάει κόντρα και να μην σε κουράσουν και να συνεχίσεις χωρίς αυτά και να μην σε αγχώνουν και μπορέσεις να δεις καθαρά για μια φορά έστω και να μην σε πονάνε και να μην μιλάς γι’ αυτά και να νιώσεις για μια φορά ελεύθερος και να μην φυσάει κόντρα και να μην τα έχεις ανάγκη και να σταματήσεις να φυσάς τον καπνό προς τα πίσω και να μην τα έχεις ανάγκη και να αρχίσεις ξανά και να μην σε αγχώνουν και να διαβάζεις τα βιβλία που αγαπάς και να μην σε νοιάζει και να κοιτάς ψηλά και το μπλε να μην είναι μπλε,αλλά ΜΠΛΕ και να νανανάς ποστίλες και να πετάξεις και το κινητό σου σε μια θάλασσα – η μόνη επαφή που θα έχεις με τη θάλασσα γιατί εγώ μαζί σου δεν έρχομαι,να το ξέρεις – και να μην σε νοιάζει γιατί θα βλέπεις την απόχρωση που θες και η μέρα θα διαρκεί 65 ώρες για να προλαβαίνεις να ακούς όσα θέλεις να ακούσεις και δεν προλαβαίνεις τώρα και δε θα τα ξαναδείς και δε θα’ σαι κουρασμένος και θα φυσάει κόντρα και δε θα σε νοιάζει και θα κόψεις και το κάπνισμα και δε θα σε νοιάζει και θα ξεχάσεις.
[ και μια μέρα, όπως θα περπατάς στον πιο πράσινο δρόμο που θα υπάρχει ανάμεσα στο δεξί και στο αριστερό σου ημισφαίριο, θα διαβάσεις κάποιες γραμμές χαραγμένες πάνω στον κορμό ενός δέντρου: “kai kaneis khpouros den eftyxise sallous kairous”. ]
Να φύγεις.

3.4.10

χαράματα ήταν,ναι.

Κι αυτή την τελευταία στιγμή που προσπάθησα να ξεκουράσω τα ακροδάχτυλά μου πάνω στο κορμί σου, εσύ έβραζες από άρνηση και η ψυχή σου ορμούσε σ’όσες λέξεις κι αν έφτυνα. Εξηγήσεις δεν ζήτησα ποτέ μιας και δεν τις ήθελα πραγματικά. ...Ύστερα ηρεμείς, πέφτεις και κοιμάσαι δίπλα μου, χαμογελάς γαλήνια και μιλάς στον ύπνο σου για ανθρώπους που ποτέ δεν υπήρξαν – μα ακόμη και να υπάρξουν, δεν θα έχεις το κουράγιο και τα μάτια να τους δεις, θα είσαι αρκετά απασχολημένη με το να κοιτάζεις τα χέρια σου και να προσπαθείς να ξεχωρίσεις το κόκκινο απ’το λευκό. Σ’αυτήν την προσπάθειά σου, δεν θα λάβω καμιά συμμετοχή, το υπόσχομαι. Θα στέκομαι στην άκρη, στη γωνιά μου, εκεί που πάντα με έβαζες και που έμαθα να ζω, θα σε κοιτάζω και θα μιλάω για όλους αυτούς που δεν μπόρεσες ποτέ σου να δεις και να αγαπήσεις. Θα ακούω όσα ακούς στο κεφάλι σου και θα μπορώ να σχολιάσω όλα όσα εσύ δεν ένιωσες ποτέ. Παράξενα θα είναι, δε λέω...

μάλλον έχει και συνέχεια,μα κάτι δεν μου κάθεται καλά στην όλη ιστορία.