28.9.10

accidental.




* Είσαι μικρός. Πολύ μικρός για να σε κοιτάξω στα μάτια. Ας γίνω ένα με μένα, ας σε αφήσω έξω, ας μπορέσω ξανά να σκύψω και να σου πω "Μηδέν φίλε μου. Μηδέν."

27.9.10

d x j 2

Στο μυαλό μου είναι όλα έτοιμα.

Σ’ έπλασα άσχημο, κακό, εγωιστή κι όχι δικό μου.

Ίσως και λίγο ψεύτη, έως πολύ τελικά, για να μπορώ να σε στέλνω στο διάολο τις Κυριακές που βρέχει.

Τίποτα.

Όλα τελικά καταλήγουν σ’ ένα μηδενικό σημείο – και πολύ λέω.

Συναισθήματα στιγμιαία και μετά απέχθεια. Κύκλος σωστός. Πάντα κύκλος.

Χρώματα διακεκομμένα, θάρρος λειψό, λόγια πολλά φυσικά, απόσταση τεράστια και πάλι βρέχει.

Όχι, δεν είναι ευχάριστο.

Και σε σκοτώνω λίγο λίγο κάθε μέρα, μέχρι να μην υπάρχει τίποτα δικό σου μέσα μου και γύρω μου.
Τα αρνητικά βοηθούν στο να σε σκοτώνω λίγο πιο βίαια. Μου αρέσει, δεν στο κρύβω.

« Πάντα ζητούσα ν’ ακούσω αυτά που δεν ήθελα, για να μάθω να τα διαχειρίζομαι και κατέληξα να μην μπορώ να ακούσω αλήθειες ή όταν τις άκουγα να ψάχνω πάλι να βρω το λάθος για να διώξω τα πάντα. Άφησέ με ήσυχη και φύγε, μπορείς; »

Μπορείς.

Αλλά δεν θες. Είναι η πρώτη φορά που κοιτάζεις τα ‘θέλω’ σου κατάματα και προσπαθείς να τα αγαπήσεις όσο είναι καιρός, γιατί βλέπεις πως το φιλμάκι σιγά σιγά σαπίζει και δεν θα προλάβεις να εμφανίσεις τίποτα.

Και με παρακαλάς να σου ζητήσω να φύγεις.
Και υπόσχεσαι πως αν το θέλω πραγματικά, θα το κάνεις και θα φύγεις και δεν θα κοιτάξεις πίσω και θα ξεχάσεις τα πάντα σε μια στιγμή.

Ποιος έχει το κουράγιο να το ζητήσει; Ποιος μπορεί να σταματήσει το χρόνο και να σπάσει κάθε κύκλο στα τέσσερα; Εσύ όχι. Ούτε κι εγώ.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα πόσο δειλός υπήρξες. Ποτέ, μέχρι σήμερα. Μέχρι πριν λίγες ώρες που αναρωτήθηκα πόσο καιρό σου’ χει πάρει για να ζητήσεις κάτι που θες. Τόσα χρόνια μετά, είμαι ακόμη στο ίδιο σημείο, στην ίδια μειονεκτική θέση που εσύ ο ίδιος μας έβαλες – και με κοιτάς με βλέμμα χαμένο και ψιθυρίζεις «πάρε με από δω» ..κι όντως περιμένεις να απλώσω το χέρι μου και να σε τραβήξω μακριά από τα όσα σε ζητάνε. Δεν θα το κάνω. Έχω τελειώσει μ’ αυτά.

Το ξέρεις πως ο χρόνος παίρνει μαζί του όσα κρύβεις για να σταματήσεις να τα σκέφτεσαι, να τα ξεχάσεις και να μην τα βιώσεις ποτέ. Το ξέρεις. Πάντα ήξερες τα πάντα, μα ποτέ δεν έμαθες τίποτα. Δεν υπάρχει καμία αποκάλυψη, τίποτα πια φωτεινό και το μπλε γίνεται μαύρο όσο πάει. Μπορείς να μείνεις εκεί, να το αγκαλιάσεις, να το βιώσεις. Αυτή τη φορά μόνος σου.

~ Οι πλευρές είναι ίδιες, έτσι;

Μου φαίνονται ίδιες. Ωστόσο, τίποτα δεν αλλάζει. Κάθε μέρα που περνά, διώχνεις την ομίχλη, καλύπτεις το πρόσωπό σου με τα χέρια σου και κλείνεις τα μάτια, από φόβο μήπως δεις κάτι πιο όμορφο απ’ όσο το φαντάστηκες. Τι να το κάνεις αν δεν είναι στα μέτρα σου; Οι άνθρωποι φεύγουν, κανείς δεν θα μείνει δίπλα σου αν δεν θέλει και δεν το αξίζεις. Γέφυρες είναι οι σχέσεις. Κι εγώ έκαψα τόσες πολλές για να είμαι μαζί σου. Τίποτα δεν αλλάζει σου λέω. Όσα διώχνεις, πάλι πίσω γυρνάνε. Όσα είσαι, ποτέ δεν είναι εκεί κι όσα ζητάς είναι στα χέρια σου, μα τα χέρια σου τα έχεις τόσο κοντά στο πρόσωπό σου, που πια δε τα βλέπεις. Επαναλαμβάνω: Το οξυγόνο είναι πολύτιμο αγαθό.


20.9.10

it manifests as 'snow'

“Κι αν ήθελα να παγώσω τη στιγμή, θα το έκανα κι ύστερα θα την έσπαγα σε 10,616 κομμάτια για να’ χω τη δυνατότητα να τα βιώσω ξανά ένα ένα.”
είπε και άρχισε να ψάχνει για χαρτάκια πάνω που υποτίθεται είχε κόψει το ρημάδι το κάπνισμα, ενώ παράλληλα παρίστανε την αδιάφορη.
Ο φόβος.
Η έκθεση.
Πάντα εκεί, δίπλα της, να της κρατάνε το χέρι σε κάθε στιγμή και της φωνάζουν πως τίποτα δεν είναι σωστό αν δεν λάβουν μέρος. Δεν υπήρχε μουσική πια στο δωμάτιο και ξαφνικά οι τοίχοι στα μάτια της ήταν απογυμνωμένοι από κάθε είδους φωτογραφικό μνημείο.
Το μαυσωλείο είχε πια γκρεμιστεί.
Εκείνος καθόταν απλά και την άγγιζε. Για πρώτη φορά όχι πρόστυχα, μα πιο ερευνητικά. Μάθαινε τις γραμμές του ραγισμένου κορμιού της κι έψαχνε να βρει νόημα σε όλο αυτό το μπάχαλο, καθώς οι λέξεις δεν έφταναν κι όσες υπήρχαν, πνίγονταν σε μια προσπάθεια επεξήγησης που ποτέ δεν λάμβανε ύλη.
Τον κοιτούσε και προσπαθούσε να διαλέξει μια στάση πάνω στο θώρακά του. Μια στάση που θα της φαινόταν όμορφη κι αρκετά πράσινη για να κρατήσει όσα της είχαν μείνει. Οι εκφράσεις του ήταν στατικές. Τα μάτια του κοιτούσαν ψηλά και μύριζε τον αέρα μέσα στα μαλλιά του. Ήταν όσα ζητούσε. Υπήρχαν εκεί. Όλα. Αν τα ήθελε ήταν δικά της, μ’ ένα μόνο νεύμα της. Τα ήθελε όμως;
Ο φόβος.
Η έκθεση.
Πάντα εκεί, δίπλα της.
Πάντα εκεί, μέσα της.
Τα χέρια του αφέθηκαν. Έπεσαν αναίσθητα πάνω στο κρεβάτι και τα σεντόνια έγιναν το περίγραμμά τους.
Μία κόκκινη γραμμή.
Μια μπλε γραμμή.
Μία κίτρινη γραμμή.
Μία πράσινη γραμμή.
Μία πορτοκαλί γραμμή.
Μία γαλάζια γραμμή.
Μία ροζ γραμμή.
Μία μαύρη γραμμή.
Μπερδεμένες. Όλες μαζί. Κάπου οδηγούσαν όλες μαζί. Κοινός προορισμός. Εκεί που ποτέ δεν θέλησε να παραδεχτεί ότι ανήκει. Το ήξερε. Εκείνος το ήξερε. Είχε την θέληση και το ψυχικό σθένος να την μετακινήσει. Να πάρει την ύπαρξή της, να την βάλει σ’ ένα κουτί, να τη σφραγίσει καλά και να την μετακομίσει στην άλλη άκρη της υδρογείου. Θα άφηνε μόνο δυο, τρεις μικρές τρύπες για να μπορεί το οξυγόνο να βιάζει τους πνεύμονές της όταν υπήρχε κοινή θέληση. Τα χέρια του ήρθαν σε τέλεια αρμονία με το πρόσωπό του. Όμορφο θέαμα για να το χάσει κάποιος. Ο φωτισμός βοηθούσε άλλωστε στο να αναδειχθούν οι πρώτες του ρυτίδες και τα σχέδια που είχε χαράξει πάνω του η κάθε γυναίκα που είχε στη ζωή του. Σήκωσε τον δείκτη του και στόχευσε ένα άστρο κολλημένο στο ταβάνι του δωματίου, χρόνια ξεχασμένο από βλέμματα και εικόνες. Δεν φώτιζε πια. Δεν υπήρχε λόγος να φωτίζει πια. Άγγιξε τον αστράγαλό της και γέλασε. Δεν υπήρξε λόγος να ειπωθεί κάτι περισσότερο. Πέρασε αρκετή ώρα σιωπής.
“Δεν θα σου λέω πια «σ’ αγαπάω». Θα σου λέω «γλούτσου» γιατί το «σ’ αγαπάω» δεν χωράει μέσα του όσα νιώθω. Θα βρω καινούριο λεξιλόγιο γι’ αυτά που θέλω να σου πω. Δεν ξέρω αν το «γλούτσου» είναι ρηματικός τύπος, δε με νοιάζει. Εγώ αυτό θα λέω.
Και ύστερα ακούστηκε θόρυβος.


8.9.10

Πεταμένη jazz.

Στάσου μια στιγμή δίπλα στο παράθυρο. Άσ’τα όλα να φύγουν. Όσο πιο μακριά γίνεται. Στάσου εκεί κι άσε με να σε κοιτάζω. Να απομνημονεύσω κάθε σκιά σου, κάθε γκρι της φωνής σου και κάθε σπασμένη κλείδωση του μυαλού σου. Θα προσπαθήσω να τα φτιάξω όλα απ’ την αρχή, σα να τα είχες φυσήξει εσύ από το πιο αγαπημένο σου λιμάνι – που τα στέλνεις δεν ξέρω, μα θα’ θελα να’ μαι στο κάπου εκεί να τα υποδεχτώ και να τα λούσω με κρασί κόκκινο και φωνές δυνατές, εκνευριστικές και βιασμένες με κάθε έννοια. Στάσου μια στιγμή δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Διέταξε τη βροχή να περάσει μέσα, να ξαπλώσει στα πόδια μου και να ξεπλύνει όσους φόβους δεν ένιωσα ποτέ. Και θα ακουστούν μπάσοι πυροβολισμοί με στόχο τις σκέψεις μας και μόλις οι σφαίρες τις διαπεράσουν, κόκκινα πουλιά θα απελευθερωθούν και θα βρουν το δρόμο του γυρισμού – ο άνεμος δεν είναι πια όσο παγωμένος ήταν, καταλάγιασε κάτω απ’ τα εμπόδια που έστησε ο καιρός του αφυδατωμένου γαλάζιου. Πάρε το χρόνο σου, όσο χρόνο χρειάζεσαι, για να κάνεις μια πλήρη περιστροφή γύρω από μένα. Το σύμπαν θα ελαχιστοποιηθεί σε σημείο αηδίας. Τα σημεία σύντμησης θα εξαφανιστούν κι όλα θα’ ναι διάφανα, ίσως και ξεκάθαρα για πρώτη φορά. Μόνο τότε θα μπορέσεις να παραδεχτείς πως η ύπαρξή σου ήταν πλήρης μοναχά τις στιγμές που σου έκλεινα τα μάτια και σου ζητούσα να μαντέψεις ποιος χρώμα είμαι σήμερα. Θα υλοποιήσω όσα δεν μπορείς να κάνεις κι όσα ποτέ μου δεν φαντάστηκα και το 2 θα σταματήσει να υπάρχει. Μπορείς να παίξεις τρίλιζα με τα βλέμματα που ανταλλάζω αν θες, μα να ξέρεις πως η νίκη είναι μακριά σου. Και μετράς την ηλικία σου με χειρονομίες δικές της και χαράζεις γραμμές στο πρόσωπό σου για να δείξεις πως μπορείς να περάσεις στην άλλη πλευρά, εκεί που μπορείς να σβήνεις τα τσιγάρα της πάνω σου και να μη νιώθεις πόνο, μα μόνο δέος στη θέαση μιας καινούριας πληγής που καταμαρτυρά τα χλωμά και τ’ αφημένα εκατοστά νερού που ξεπερνούν το ύψος σου. Χάνεις ξανά τις αισθήσεις σου μέσα στο χάος που αποκαλείς «εαυτό». Δε σε νοιάζει, έχεις μάθει να ζεις λειψός – οι μισές χορδές σου σπάσανε έτσι κι αλλιώς κι ό, τι τραγούδι προσπαθείς να πετάξεις, πάσχει από κάποιου είδους αναπηρία φανερή ή όχι, στο αυτί του κάθε νευρολογικά διαταραγμένου. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση το τσιγάρο αυτό να τελειώσει πριν τελειώσει η ανάσα μου σ’ αυτή την “ιστορία”, γι’ αυτό σου λέω.. στάσου μια στιγμή δίπλα σ’ αυτό το παράθυρο κι άσε με να σε κοιτάξω γιατί πρέπει να έχω κάτι να ξεχάσω μόλις το φως γίνει εκτυφλωτικό και με πονέσει μέχρι και στο τυφλό μου σημείο. Προσπάθησε να μείνεις για λίγο ακίνητος, πρέπει κάπως να σε πετύχω. Κι αν έρθει η συντέλεια απόψε, θέλω να παίζει το dead flag blues στις όσες στροφές θέλεις και να χύσεις λιωμένο κερί πάνω μου για να νιώσω τον καυτηριασμό εντός κι εκτός μου.


7.9.10

ανέβα εσύ τον τοίχο & θα γελάω από κάτω μόνη μου.

...Για ολα τα παραπανω λοιπον ερχεσαι στο απελπιστικο σημειο - για σενα - να υποπεσεις στην αναγκη μου και να μου ζητησεις να κρατησω καλα φυλαγμενους ολους τους απογονους των συνειρμικων σου σκεψεων ετσι ωστε να μην ερ8ουν σε επαφη με το πραγματικο υπαρξιακο τους αιτιακο πλεγμα, απο φοβο δικο σου μηπως υπαρξει ακομη μια επομενη κα8ως και ανεπι8υμητη αναπαραγωγη.

Τελος αντιδρας με τον τροπο που παντα η8ελες να αποφυγεις, συνειδητοποιεις δηλαδη πως εισαι απλα ενα κοινοτoπο, τετρημενο και ρηχο συνειδησιακα ατομο που κα8ημερινα φοραει το ιδιο τυπικοτατο χαμογελο για να ξεγελασει το περιβαλλον του κα8ως και τον ιδιο του τον εαυτο στο οτι μπορει να αντιμετωπισει τις καταστασεις της ζωης του εστω και με το ελαχιστο ψυγμα 8ετικισμου.
Εισαι απολυτα μονος σου και το δηλωνεις πλεον διχως φοβο διοτι ειναι το μοναδικο πραγμα που μπορεις να πιστεψεις με ολη σου την ψυχη.
Αλλωστε.. απο εκει ανεβλυσαν ολα.

* κι αν ακούσω ξανά radiohead να κάτσω να με γαμήσεις.

6.9.10

To Crawl Under One's Skin

Ο χρόνος κυλά βασανιστικά.
Τα λεπτά φαντάζουν αιώνες.
Η μορφή σου αλλάζει, όσο αλλάζει θέσεις και το φεγγάρι μέχρι να πάει για ύπνο.
Πόσο χρόνο χωρά η δευτερολεπτική σου κίνηση;
Πόση σιωπή σ’ένα λεπτό;
Μετράς.
Πάντα μετράς.
Αντίστροφα πολλές φορές.
Χάνεις. Τα μικρά. Τα σημαντικά.
Σιχτιρίζεις το χρόνο. Τα έχασες.
Οι δείκτες μεγαλώνουν – όπως είπες.
Μας πλακώνει η αναμονή.
Οι σκέψεις συμπιέζονται.
Οι λόγοι δεν έχουν λόγο.
Οι σκηνές δεν χωράνε.
ΔΕΝ χωράνε ρε πούστη μου!
Ο χρόνος είναι και πάλι στη γωνία.
Φωνάζει τ’ όνομά σου. Πάντα αυτό φώναζε.
Πολλές φορές, στέκεται απλά και με κοιτάζει.
Μου δίνει στα χέρια το τετράδιο που γράφω τις φράσεις σου.
Αυτές τις πρώτες με τα αιτιακά πλέγματα, με την ανόητη έννοια της συγχώρεσης και με το «έχεις το διαπεραστικό βλέμμα του ιατροδικαστή.χαχα».
Όλα αυτά τα ηλίθια που ποτέ δεν παραδέχτηκες και ποτέ δεν προσπάθησα.
Κι αλλάζεις όνομα για να σε μετράει ο χρόνος δυο φορές, να προλάβεις να τα κάνεις όλα.
Να προλάβεις.
Να τα κάνεις όλα.
Και φοβάσαι.
Γιατί από αυτό το υπέροχο αφηρημένο κάτι, μπορεί να γίνεις ένα συγκεκριμένο τίποτα.
Σε τρομάζει το τίποτα.
Δεν είναι μετρήσιμο το τίποτα.
Πόσα τίποτα χωράνε στο χρόνο μου;
Μην στριμωχτείς, προσπαθώ.
Είναι δύσκολο όμως, ο χρόνος πιέζει, το ξέρεις.

Κι έχεις χρόνο.
Και δεν γράφεις όλα αυτά που θα έπρεπε να γράφεις.
Παρά μόνο μια πρόταση, κι αυτή συναισθηματικά μισή.
Και πρέπει να ξοδέψω τα λεπτά μου με το να παρακαλώ θεούς και δαίμονες (δαίμονες μόνο.θεοί δεν υπάρχουν, face it) για να εκμεταλλευτείς τα πάντα γύρω σου, μέσα σου, πάνω σου.
Ο χρόνος τελειώνει.
Κουράστηκα.
Η κατάσταση είναι άρρωστη και δεν πάει για πολύ αυτό το θέατρο.
Ο χρόνος πιέζει.
Πόσα τίποτα χωράνε στο χρόνο μου;
Γίνε κάτι.
Πάρε ένα ρόλο.
Ο χρόνος πιέζει.
Κι η μορφή σου αλλάζει. Γρήγορα. Πολύ γρήγορα.
Και δεν μοιάζει σ’αυτό που ήξερα κι έβλεπα.
Αυτό που ήξερα κι έβλεπα το κατέστρεψα είπες.
Πως σε λένε επιτέλους και ποιος είσαι;

Ο χρόνος πιέζει.






[ & για να ξεκαθαρίσω κι αυτό που ρωτάτε. ΌΧΙ, δεν περιγράφω κάποιο πρόσωπο εδώ μέσα. Το βλογ αυτό δεν είναι μαυσωλείο, συγγνώμη για το ξεβόλεμα. Οι έννοιες είναι αφηρημένες, τα πρόσωπα θολά και οι λέξεις ασήμαντες. Ευχαριστώ. ]