30.8.09


Έχεις μια θέση στο τρένο του γυρισμού.

Μία θέση που η πλάτη σου ακουμπά σταθερά σ’αυτήν, αν και λίγο άβολα.

Άβολα γιατί είσαι καθισμένος αντίθετα προς την φορά του τρένου.

Δεν βλέπεις τι έρχεται μπροστά σου και τι θα συναντήσεις.

Βλέπεις τι αφήνεις πίσω σου και τι συνεπάγεται του φευγιού σου.

Τι σε έφερε στη θέση που βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή.

Παρατηρείς απλά τα όσα αφήνεις πίσω σου να περνούν μπρος από τα μάτια σου, σαν τις κομμένες σκηνές της ταινίας της ζωής σου.

Σαν τα πράγματα που ποτέ δεν πρόσεξες γιατί τότε δεν σε ενδιέφερε η διαδρομή, μα ο τελικός προορισμός.

Κι όσο τα κοιτάς, τόσο αναρωτιέσαι..

«Γιατί ποτέ δεν τα πρόσεξα;»

«Γιατί ποτέ δεν μέτρησα τα πόσα δέντρα πέρασα μέχρι να φτάσω Εκεί;»

«Γιατί ποτέ δεν πρόσεξα το περιβάλλον αυτού που ήθελα;»

«Γιατί κλαίω ενώ ήξερα από την αρχή πότε και πως θα τελείωνε;»

Δεν γνωρίζω την απάντηση σε τίποτα από όλα αυτά.

Η ιστορία σου όμως ποτέ δεν τελειώνει, γιατί είναι φτιαγμένη από αποσπάσματα.

Λένε πως οι μεγαλύτερες ιστορίες βρίσκονται στα πιο μικρά στιγμιότυπα.

Μαζί είχαμε μοναχά [ελάχιστα] στιγμιότυπα.

Αυτά λοιπόν θα υπάρχουν πάντα.

Και όσα θα έρθουν θα προσθέτουν κάτι ακόμα στο ταξίδι και στην ιστορία μας/σας.

Δεν έχει τελειώσει.

Δεν φτάσαμε/τε ακόμα εκεί.

Δεν θα φτάσουμε/τε γρήγορα.

Έχεις θέληση;


28.8.09


Τον έβλεπα να κάθεται ήσυχος δίπλα στο παράθυρο διαβάζοντας το βιβλίο του.


Το βλέμμα του απέπνεε μία απίστευτη σιγουριά, μα τα μάτια του συνήθως ήταν υγρά.



Διάβαζε και έδειχνε να κατανοεί κάθε σημείο στίξης.

Κοιτάζοντάς τον, ένιωθα πως είχε βρει την απάντηση σε όλα τα ερωτήματα της ζωής του.

Ώσπου μια από κείνες τις μέρες με ρώτησε:


«June, ποιος είμαι; Και... γιατί μένεις ακόμα μαζί μου;»

[....Δεν τα είχα όμως.
Δεν θα τα έχω ποτέ.]


Έχω ένα τραπέζι, μα τίποτα να ακουμπήσω επάνω.

Έχω ένα ραδιόφωνο, μα δεν έχω ρεύμα να το θέσει σε λειτουργία.

Έχω μια καρδιά που ζει συμβατικά και τη βοηθούν μηχανήματα και χάπια για να αντέξει.

Έχω ένα αμάξι γεμάτο βενζίνη, μα δεν έχω συνοδηγό.

Έχω έναν χάρτη, μα δεν έχω κανέναν ποθητό προορισμό.

Κάποτε θα κόψω τα καλώδια των μηχανημάτων και θα τα στείλω όλα στο διάολο.

Έχω ένα κρεβάτι διπλό, μα τα σεντόνια του είναι μονά.

Έχω μία καφετιέρα, μα ο καφές του γεμίζει μοναχά ένα φλιτζάνι τα πρωινά.

Κάποτε θα μάθω να ζω μόνη μου.

Έχω ένα τετράδιο, μα τίποτα να γράψω μέσα.

Έχω δύο ζευγάρια ακουστικά, μα μόνο το ένα λειτουργεί πια.

Κάποτε θα κοιμηθώ και στη μεριά σου στο κρεβάτι..

Κάποτε θα σταματήσω να σου μιλάω όσο δεν είσαι εδώ.

Έχω το πιο όμορφο δαχτυλίδι, μα αφού δεν με αγγίζεις δεν έχω δάχτυλα να το φορέσω.

Έχω το πιο μεγάλο όνειρο στο μυαλό μου, μα δεν έχω το κλειδί να το ξεκλειδώσω.

Κάποτε θα σου πω ότι αρνούμαι να αγγίξω οτιδήποτε δεν έχεις αγγίξει εσύ.

Μη φοβάσαι μωρέ…

Χαμογέλα.


26.8.09

Διάλογος.

- Για ποια νύχτα να μιλήσω;

Ήταν λίγες.
Δεν θυμάμαι καν αν ήταν διψήφιος αριθμός…
Ήταν;
Δεν θυμάμαι.
Μερικές φορές προσπαθώ να ανακαλέσω κάτι από τότε, μα δεν μπορώ.
Ο χρόνος του τότε φαντάζει τόσο άχρωμος και επίπεδος.
Μαύρος.
Απουσία χρώματος δεν είναι το μαύρο?
Μαύρο λοιπόν.
Άχρωμο μαύρο, ναι.
Κι Αυτός ήταν πάντα εκεί.
Κάθε βράδυ από αυτά τα μετρημένα στα δάχτυλα βράδια.
Εκείνα μόνο τα βράδια με είχαν εγκαταλείψει οι φόβοι μου.



- Τι λες?
Εσύ τους είχες εγκαταλείψει.
Οι φόβοι σου τρέφονται από σένα.
Όταν δεν τους δίνεις τροφή πεθαίνουν.
Μη λες χαζομάρες, εσύ τους εγκατέλειψες.

- Έχει σημασία;
Άφησε με να τελειώσω.

- Μα φυσικά και έχει σημασία.
Συνέχισε...

- Εκείνα μόνο τα βράδια λοιπόν με είχαν εγκαταλείψει οι φόβοι μου.
Μονάχα όταν μου κρατούσε Εκείνος το χέρι.
Μονάχα όταν ένιωθα την ανάσα Του στα χείλη μου ένιωθα ασφάλεια.
Δεν ξέρω αν θα έχω ξανά την ευκαιρία να το ζήσω (μαζί Του) αυτό, μα θα πιέζω τον εαυτό μου να το θυμάται.
Το υπόσχομαι.

- Σοβαρέψου σε παρακαλώ.

- Τι θέλεις πάλι;

- Θέλω να σοβαρευτείς.
Δεν γίνεται να πιέζεις τον εαυτό σου για να ζεις από μια ανάμνηση που λειτουργεί απλά ως φόρος τιμής μερικών στιγμών ευτυχίας.
Πονάς.
Το ξέρεις πως πονάς, μα θέλεις να πείσεις τον εαυτό σου για το αντίθετο.
Είναι σωστό να πονάς;
Σκέψου εσένα.
Εσένα σ’αγαπάς;

- Δεν είναι φόρος τιμής.
Και η ευτυχία δεν είναι στιγμές…
…Είναι;
Μη μιλάς σαν Εκείνον σε παρακαλώ…
Εμένα, ναι.
Εμμμ.
Με αγαπάω, ναι.
Αλλά λιγότερο μέρα με τη μέρα.

- Κακώς.
Πολύ κακώς.
Ως πότε θα ζεις έτσι;

- Πως έτσι;
Γιατί σε ενοχλούν όλα;
Άφησε με να το ζήσω σε παρακαλώ…
Άφησε με.

- Μα, δεν το βλέπεις?!
Δεν ζεις εσύ από αυτό.
Αυτό ζει από σένα!
Σοβαρέψου σε παρακαλώ.
Να σε αγαπήσεις ξανά.
Η λογική αυτό λέει.

- Τι σε νοιάζει τι θα κάνω με μένα;
Άφησε με να το ζήσω σε παρακαλώ….

- Με νοιάζει.
Ζω κι εγώ εδώ μέσα, θυμάσαι;
Θυμάσαι κάτι άλλο εκτός από αυτά που σε πονάνε;
Απάντησε μου, μην γυρίζεις αλλού το βλέμμα σου.

- Θυμάμαι.
Θυμάμαι πολλά και μου λείπουν πράγματα.

- Όπως;

- Όπως το χαμόγελό Του.
Πιο πολύ μου λείπει το δικό μου μερικές στιγμές, μα το δικό Του το θέλω περισσότερο.
Το κοιτάζω που και που ξέρεις.

- Ποιο;

- Το χαμόγελό Του.
Δεν με παρακολουθείς.

- Προσπαθώ.
Μα δεν τα πήγαινα ποτέ καλά με το συναίσθημα..
Συγγνώμη.

- Δεν πειράζει…
Ησύχασε..
Το κοιτάζω λοιπόν.
Ακόμη και σήμερα, μετά από τόσο καιρό.
Έχω μια φωτογραφία με το χαμόγελό Του ξέρεις.
Αλλά δεν έχω το πιο σημαντικό….

- …Το οποίο είναι;

- Μια ταινία με το γέλιο Του…
Δεν θυμάμαι πως είναι.
Δεν γελούσε συχνά.
Δεν γελάει συχνά.
Δεν είναι εδώ συχνά.

- Επιτέλους το κατάλαβες.

- Μη γίνεσαι κακιά.

- Ρεαλίστρια γίνομαι.

- Αυτό.

- Είμαι.

- Εγώ δεν θέλω να είμαι.
Όχι τώρα.
Θέλω να μείνω εδώ ως το τέλος.
Σε αυτή την κατάσταση.
Μπορώ;

- Κι εγώ τι θα κάνω;

- Φύγε.

- Δεν μπορώ.

- Γιατί;

- Γιατί η δουλειά μου είναι να σε τραβήξω πάνω.

- Δεν μπορείς.

- Γιατί;

- Για το πιο λογικό φυσικά!
Αν δεν θέλω εγώ να με βοηθήσω, εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για μένα.

- Το ξέρω.

- Ε, αφησέ με λοιπόν!

- Κι αν το κάνω τι θα κάνεις;
Και τι θα απογίνω εγώ;
Που θα πάω, μου λες;

- Εγώ θα βρω κάτι να κάνω.
Θα μείνω εδώ.
Είναι όμορφα εδώ.
Είναι το χαμόγελό Του εδώ.
Και η ανάσα Του.
Εκείνος δεν είναι, μα έχω τις λεπτομέρειες Του αν και αχνές.
Εμένα δεν με θέλει.
Εσένα όμως σε θέλει.
Εκεί να πας.
Σε Αυτόν.
Εμένα δεν με θέλει.

- Πάντα τον ήθελα....
Αλήθεια, να πάω;

- Πήγαινε.
Κάντο γρήγορα όμως σε παρακαλώ.
Δεν θέλω να σε αντιληφθώ που θα φεύγεις.
Και σε παρακαλώ, μην Του πεις πως με συνάντησες.

- Κι αν ρωτήσει;

- Πες Του πως είμαι εκεί που ήταν.

- Θα καταλάβει;

- Πάντα καταλαβαίνει.
Θα μου τον προσέχεις;

- Μόνος του πρέπει να προσέχει τον εαυτό του.

- Θα μου τον προσέχεις;;;;

- Ξέρεις πως ο καθένας προσέχει μόνος του τον εαυτό του.
Έχεις χάσει κάθε ψήγμα λογικής πλέον.

-Σε παρακαλώ.
Πρόσεχέ τον.
Μην μου πάθει τίποτα.
Σε παρακαλώ.

- Θα το κάνω.
Θα το κάνω μόνο για σένα.
Ως φόρο τιμής της ευτυχίας που έζησες..

- Εσύ δεν ήσουν αυτή που πίστευες πως η ευτυχία είναι στιγμές και πως δεν μπορούμε να ζούμε με «φόρους τιμής» ;

- Εγώ είμαι ακόμα.
Και τα ίδια πιστεύω ακόμη.
Μα εσύ είσαι διαφορετικό.
Θα έχει όσα θες.
Μα όχι εσένα.
Είναι ένα είδος συμφωνίας αυτό.
Δέχεσαι;

- Φυσικά.

- Εντάξει.

- Θα μπορώ να έρχομαι να τον βλέπω;

- Όχι.

- …..Ποτέ;

- Ποτέ ξανά.

- Εντάξει.

- Δέχεσαι;

- Φυσικά.

- Φεύγω.

- Θα μου τον προσέχεις;

- Φεύγω.

- Να μου τον προσέχεις.

- Ποτέ ξανά.

- Δέχομαι.