3.4.10

χαράματα ήταν,ναι.

Κι αυτή την τελευταία στιγμή που προσπάθησα να ξεκουράσω τα ακροδάχτυλά μου πάνω στο κορμί σου, εσύ έβραζες από άρνηση και η ψυχή σου ορμούσε σ’όσες λέξεις κι αν έφτυνα. Εξηγήσεις δεν ζήτησα ποτέ μιας και δεν τις ήθελα πραγματικά. ...Ύστερα ηρεμείς, πέφτεις και κοιμάσαι δίπλα μου, χαμογελάς γαλήνια και μιλάς στον ύπνο σου για ανθρώπους που ποτέ δεν υπήρξαν – μα ακόμη και να υπάρξουν, δεν θα έχεις το κουράγιο και τα μάτια να τους δεις, θα είσαι αρκετά απασχολημένη με το να κοιτάζεις τα χέρια σου και να προσπαθείς να ξεχωρίσεις το κόκκινο απ’το λευκό. Σ’αυτήν την προσπάθειά σου, δεν θα λάβω καμιά συμμετοχή, το υπόσχομαι. Θα στέκομαι στην άκρη, στη γωνιά μου, εκεί που πάντα με έβαζες και που έμαθα να ζω, θα σε κοιτάζω και θα μιλάω για όλους αυτούς που δεν μπόρεσες ποτέ σου να δεις και να αγαπήσεις. Θα ακούω όσα ακούς στο κεφάλι σου και θα μπορώ να σχολιάσω όλα όσα εσύ δεν ένιωσες ποτέ. Παράξενα θα είναι, δε λέω...

μάλλον έχει και συνέχεια,μα κάτι δεν μου κάθεται καλά στην όλη ιστορία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: