9.9.13

#0142

τριβή -
τριβή -
ανεξέλεγκτη.
ακαθόριστου χρόνου η άνοιξη,
φθορά φέρνει, σειρά καμιά.

"δεν τρομάζω" πια.

έλξη -
έλξη -
ανεξέλεγκτη.
προκαθορισμένου παρελθόντος η ανάμειξη,
επιφάνεια δίνει, ανοιχτά, πια.

"ΥΠΑΡΧΩ."